- πέραν
- ΝΑ(επικ. και ιων. τ. πέρην) επίρρ. (ως τοπ.)1. στο απέναντι ή στο αντίθετο μέρος, στην απέναντι πλευρά, αντίπερα κάποιου («πέραν τοῡ Ἑλλησπόντου», Θουκ.)2. πιο πέρα από κάτι, επέκεινα («ἐπήλθε πέραν τοῡ χειμάρρου τῶν κέδρων, ὅπου ἦν κήπος», ΚΔ)νεοελλ.1. συνεκδ. σε μεγάλη απόσταση, μακριά2. μτφ. περισσότερο από κάτι, επί πλέον («πέραν τούτου δεν γνωρίζω τίποτε άλλο»)3. φρ. «πέραν τοῡ μέτρου» — υπερβολικά, υπέρμετρα4. (με αρθρ. ουδ. ως ουσ.) το Πέρανονομασία μεγάλου τμήματος τής Κωνσταντινούπολης που βρίσκεται πέρα από τη βορειοανατολική ακτή τού Κερατίουαρχ.1. (με ρ. κινήσεως σημαντικό και ακολουθούμενο από την πρόθεση εἰς) α) με κατεύθυνση τόπο που βρίσκεται στο απέναντι μέρος («πέραν εἰς τὴν Ἀσίαν διαβῆναι», Ξεν.)β) διά μέσου ενός τόπου προς ένα μέρος που κείται απέναντι («διαπλεύσαντες πέραν τῆς Ἀκαρνανίας εἰς Οἰνιάδας» Θουκ.)2. (με γεν.) απέναντι σε κάποιον3. κατευθείαν μέσα από κάτι, ίσα πέρα («καῡσις [ἔστω] μὴ πέρην», Ιπποκρ.)4. (με αρθρ. ουδ. ως ουσ.) τὸ πέραντόπος που κείται στην απέναντι πλευρά, όχθη5. (με αρθρ. θηλ. ως ουσ.) ἡ πέραν(ενν. γη) η χώρα που βρίσκεται αμέσως μετά τα σύνορα6. (με αρθρ. ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πέρααυτά που βρίσκονται ή συμβαίνουν στην απέναντι πλευρά ή όχθη7. ως επίθ. ὁ, ἡ πέρανο αντικρινός, αυτός που βρίσκεται στο απέναντι μέρος8. oἱ πέραν(ενν. ἄνθρωποι) οι άνθρωποι που ζουν ή βρίσκονται στον απέναντι τόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. πέρα].
Dictionary of Greek. 2013.